Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011


Πώς θα Ήθελε ένας Αυτιστικός να είναι ο Ιδανικός Θεραπευτής του;

Μέσω της βαθείας κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων του τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς ενός αυτιστικού παιδιού, μπορεί ένας θεραπευτής να πετύχει πιό πολλά μιά και θα έχει καλύτερη πρόσβαση στο αυτιστικό μυαλό, και έτσι να προφέρει στο αυτιστικό παιδί την σωστή θεραπευτική παρέμβαση που του αξίζει αλλά και έχει ανάγκη.


Αυτό που εγώ θεωρώ σωστή, είναι μιά θεραπευτική παρέμβαση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα και τα σταθμά που αποτελούν οι ανάγκες και οι ικανότητες ενός αυτιστικού μυαλού. Τι εννοώ όταν λέω κομμένη και ραμμένη στα μέτρα ενός αυτιστικού μυαλού:

1. Τον διαφορετικό τρόπο σκέψης, παρατήρησης και κατανόησης του κόσμου γύρω του με αποκορύφωση τις διαφορές του λόγου και της μάθησης, των συναισθημάτων, της 
φιλίας, και της σεξουαλικότητας.

2. Τη διαφορετική εξωτερίκευση αυτού του ιδιαίτερου τρόπου σκέψης, που μοιάζει με συμπεριφορά αλλοπρόσαλη και παράλογη για τα νευροτυπικά δεδομένα

3. Τον διαφορετικό τρόπο εσωτερικής παραγωγής, αντιμετώπισης, και εξωτερίκευσης 
του άγχους και του φόβου.




Διαφορετικό τρόπο σκέψης:

Ένα παιδί με αυτισμό χρειάζεται διαφορετικό τρόπο εξήγησης, διότι το μυαλό του δεν 
κάνει τις συνδέσεις κοινής λογικής (Gestalt) όπως τις κάνει ένα μη-αυτιστικό μυαλό, με 
αποτέλεσμα να υπάρχουν καταστάσεις που το παιδί να μην καταλαβαίνει γιατί 
χρειάζεται η θεραπευτική προσέγγιση, ή γιατί πρέπει να κάνει μια ορισμένη άσκηση. 
Άμα δεν καταλάβει το γιατί, δεν θα θέλει να τη κάνει και θα αρχίσει να κάνει ό,τι μπορεί 
για να καλύψει την αμηχανία του. Ένας εύκολος τρόπος είναι να κάνει κάτι, ώστε η 
προσοχή του θεραπετή να πάει σε κάτι άλλο από αυτό που πρέπει να γίνει!

Χωρίς να το κάνει συνειδητά το παιδί, το σκεπτικό του είναι «άμα εγώ δεν καταλαβαίνω 
τι γίνεται και γιατί γίνεται, θέλω να κάνω/κανουμε κάτι άλλο που το κατανοώ και έτσι 
δεν βαριέμαι», διότι η πρωταρχική αναγκη του είναι αυτο που κάνει να έχει ένα νόημα. 
Το νόημα αυτό είναι μιά πνευματική επιβράβευση = μαθαίνω κάτι που το αισθάνομαι 
σαν χρήσιμο, και έτσι δεν σπαταλάω ασκοπα τον χρόνο και την ενέργειά μου. Το να 
βλέπει ο θεραπευτής νόημα στην ασκηση που γίνεται, δεν σημαίνει τίποτα για το 
αυτιστικό παιδί, πρέπει το ίδιο να βρεί νόημα μέσα απο την δική του λογική σκέψη.

Για το βοηθήσει ο θεραπευτής να κανει τις συνδέσεις που χρειάζεται, και να βρει νόημα 
και έτσι να κάνει ασκηση με ορεξη και ενδιαφέρον, πρέπει να δωθεί μιά ολοκληρωμένη 
εικόνα. Ποιός ο τελικός σκοπός, ποιά μέσα (παραδείγματα ασκήσεων) θα γίνουν, και 
πόση ώρα θα διαρκέσουν. Παράδειγμα:

"Σήμερα θέλω να σε μάθω να δένεις τα κορδόνια σου. Θα σου δείξω εγώ πρώτα 3 φορές 
πως να το κάνεις. Μετά θα σου δείξω κρατώντας τα δικά σου χερια και θα σε καθοδηγώ. 
Μετά θα το δοκιμάσεις μόνος σου και θα σε βοηθάω άμα κάτι δεν το θυμάσαι. Στο τέλος 
θα το κάνεις πιά όλο μόνος σου."

Αυτή η απλή εξήγηση, έδωσε στο παιδί την ολοκληρωμένη εικόνα για τα στάδια 
εξέληξης αυτού που είναι να κάνει, και έτσι δεν θα νοιώσει άγχος εφ' όσον θα ξέρει τι και 
πιό είναι το επόμενο βήμα. Δηλαδή άμα απλώς κοιτάει όταν του δείχνει ο θεραπευτής, 
δεν θα αγχωθεί νομίζοντας ότι πρέπει να τα θυμηθεί όλα απο την πρώτη φορά, αλλά θα 
ξέρει ότι έχει την δυνατότητα να ζητήσει βοηθεια άμα δεν θυμάτε κάτι.

Μην ξεχνάτε λοιπόν ότι για ένα αυτιστικό παιδί δεν είναι αυτονόητο το ότι μπορεί να 
ζητήσει βοήθεια, ούτε το ότι του επιτρέπεται να κάνει λάθος. Άμα λοιπόν δεν ξέρει ότι 
έχει αυτές τις δυνατότητες θα αγχωθεί νομίζοντας ότι πρέπει να τα συγκρατήσει και να 
τα θυμάται όλα με την μιά!

Διαφορετική εξωτερίκευση:

Το αυτιστικό παιδί έχει ένα πολύ διαφορετικό τρόπο εξωτερίκευσης του τρόπου σκέψης. 
Επειδή δεν κάνει τις αυτονόητες συνδέσεις, θα κάνει ερωτήσεις για να δημιουργήσει 
μέσα στο μυαλό του κάποιες συνδέσεις. Άν οι ερωτήσεις του δεν φέρουν την απάντηση ή 
"σύνδεση" που χρειάζεται, θα νοιώσει μεγάλη αμηχανία ή και ντροπή. Η ντροπή είναι 
για ένα αυτιστικό, παιδί ή ενήλικα, ένα πολύ ευαίσθητο σημείο.

Αν δημιουργηθεί αίσθημα ντροπής, το αυτιστικό παιδί θα πάψει να κάνει ερωτήσεις, και 
θα αρχίσει να μη νοιώθει ενδιαφέρον για τη θεραπεία με αποτέλεσμα να αρνηθεί να 
συμμετέχει, ή να συμμετέχει με ένα αίσθημα εξαναγκασμού. Αυτό σημαίνει φυσικά ότι η 
θεραπεία θα χάση την ευεργετική επίρροια που θα μπορούσε να είχε αν το παιδί ένοιωθε 
πως οι ανάγκες του, ως προς την κατανόηση των αισθηματων του γίνονταν σεβαστές. Το 
αυτιστικό παιδί ενστικτωδώς αντικαθρεπτίζει, ότι βλέπει και αισθάνεται απο την 
συμπεριφορά των αλλων γύρο του. Αμα βλέπει και νοιώθει να αδιαφορούν οι άλλοι για 
κατι που είναι σε αυτό το ίδιο βασικό, τότε θα αδιαφορήσει και αυτό με την σειρά του για 
ό,τι οι άλλοι βλέπουν σαν βασικό.

Διαφορετικό τρόπο εσωτερικής παραγωγής, και εξωτερίκευσης του 
άγχους/φόβου:

Το αυτιστικό παιδί όταν είναι κουρασμένο πνευματικά θα γίνει υπερκινητικό και 
υπερομιλητικό. Δεν θα μπορεί να κάτσει στην ίδια θέση, θα θέλει να σηκωθεί και να 
πηγαινοέρχεται, θα έχει διάφορα "τικ", θα φωνάζει, θα βρίζει ή θα κλαίει, θα χτυπάει 
όποιον βρήσκεται δίπλα ή κοντά του, ή και τον ίδιο του τον εαυτό.

Ένα αυτιστικό παιδί κουράζεται πιο έυκολα από ένα νευροτυπικό παιδί, διότι κάνει μια 
τεράστια προσπάθεια μέσα στο μυαλό του να ανταποκριθεί στις ανάγκες του 
νευροτυπικού τρόπου επικοινωνίας που γίνεται μέσω του λόγου και συνθετεται απο 
λέξεις, πράγμα που για ένα αυτιστικό  είναι κάτι πολύ δύσκολο.

Η δυσκολία βασίζεται στο ότι το αυτιστικό μυαλό σκέπτεται με εικόνες και για να 
επικοινωνήσει με τον λόγο και την ομιλία πρέπει να κάνει, να μεταφράσει, την εικόνα 
που βλέπει μέσα στο μυαλό του σε λέξεις. Πολλά παιδιά το καταφέρνουν αλλά με πολλή 
δυσκολία και η ομιλία τους βγαίνει τεμαχισμένη σε ασύνδετα και, πολλές φορές, 
ακατανόητα μέρη, προτάσεις χωρίς κάποιο ειρμό, διότι απλά το μυαλό μεταφράζει 
κομματάκι-κομματάκι μια τρισδιάστατη εικόνα που βλέπει, παρά μια σκέψη δομημένη 
από λέξεις.

Άλλα παιδιά δεν καταφέρνουν να μεταγράσουν την εικόνα σε λέξεις και δεν μιλάνε παρά 
μόνο με φράσεις που έχουν ήδη καταγράψει στην μνήμη τους ατόφιες όπως τις άκουσε, 
που είναι προτάσεις από αγαπημένες τους ταινίες ή κινούμενα σχέδια. Αυτό ονομάζεται 
ηχολαλία, και δεν θεωρήται ομιλία, ενώ ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια λεκτικής 
επικοινωνίας αλλά όχι όπως οι μη-αυτιστικοί εννοούν ή επιθυμούν την επικοινωνία μέσω 
του λόγου.

Τέλος, άλλα παιδιά δεν μιλάνε καθόλου μιά και το βρήσκουν πολύ δύσκολο να βρούν τις 
σωστές λέξεις να μεταφράσουν αυτό που βλέπουν μεσα στο μυαλό τους.



Μερικές ασκήσεις για ανάπτυξη λεπτής κινητικότητας

Ξεκινώντας από πολύ μικρή ηλικία, μπορείτε να κάνετε τις ακόλουθες δραστηριότητες για να αναπτυχθεί η λεπτή κινητικότητα και ο οπτικοκινητικός συντονισμός του παιδιού.

  • Πιάνει ένα ποτήρι με νερό και ρίχνει το περιεχόμενο του σε άλλο ποτήρι. 
  • Γυρνά τις σελίδες ενός βιβλίου (μία-μία)
  • Βάζει 3-5 κύβους (αρχικά, και αργότερα περισσότερους( σε ένα κουτί. 
  • Βγάζει αντικείμενα από κουτί.
  • Βάζει- βγάζει μανταλάκια από σκοινί ή χαρτί
  • Φτιάχνει μπαλάκια, φιδάκια από πλαστελίνη
  • Φτιάχνει παζλ, κατασκευές με τουβλάκια
  • Ρίχνει κέρματα σε κουμπαρά
  • Κουμπώνει-ξεκουμπώνει κουμπιά
  • Περνά χάντρες σε σκοινί
  • Σκίζει χαρτί χρησιμοποιώντας το δείκτη και τον αντίχειρα
  • Σχεδιάζει με στένσιλς
  • Κολλά αυτοκόλλητα σε συγκεκριμένο σημείο
  • Ξετυλίγει πακέτα
  • Κόβει με το ψαλίδι
  • Ντύνεται - ξεντύνεται μόνο του

O Αυτισμός σε εικόνες



Πρωτοβάθμια ΕκπαίδευσηΥπερκινητικό σύνδρομο με διάσπαση προσοχής

Κεράτσα Νάντια, Ειδική παιδαγωγός, Med (Special Education), BDA Assoc., CD. Assoc

Πηγή: Κέντρο Ψυχολογικών Μελετών, http://systech.gr/cpsr/
Η διάσπαση προσοχής και το υπερκινητικό σύνδρομο (Attention Deficit Hyperactivity Disorder) αποτελούν μια από τις πιο συχνές μορφές διαταραχής παγκοσμίως.


Σύμφωνα με τον Tannock (1998), ένα ποσοστό παιδιών και συγκεκριμένα αγοριών σε αναλογία 3:1 εμφανίζουν ADHD. Το ποσοστό αυτό παγκοσμίως ανέρχεται σε 3 - 6%, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής και τον πολιτισμό τους. Εξαιτίας της διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και αντιμετώπισης παιδιών με τέτοια σύνδρομα, σε κάποιες άλλες χώρες το ποσοστό φέρεται να είναι πολύ υψηλό και σε άλλες σημαντικά χαμηλό. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα διαγνωστικά κριτήρια τα οποία χρησιμοποιούνται σε κάθε χώρα είναι διαφορετικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις ΗΠΑ 9% των παιδιών έχουν διαγνωσθεί ότι έχουν ADHD, ενώ στη Βρετανία μόλις 0,03% των παιδιών παίρνει αντίστοιχη διάγνωση (Hinshaw, 1994· Kewley, 1998).
Σε αυτήν την εργασία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια περιγραφή του ADHD από πολλές σκοπιές. Θα προσπαθήσουμε ακόμη να παρουσιάσουμε κάποιους ενισχυτικούς-παρεμβατικούς τρόπους για την αντιμετώπιση ενός παιδιού με ADHD.
Σημείωση: Για καθαρά λόγους κατανόησης κρίνεται απαραίτητη μια αποσαφήνιση. Χρησιμοποιούμε τον όρο ADHD (Σύνδρομο Διάσπασης Προσοχής και Υπερκίνησης), διότι είναι παγκοσμίως αποδεκτός.
Ιστορική αναδρομή
Η διάσπαση προσοχής και το υπερκινητικό σύνδρομο έχουν μια μακρά ιστορία. Ο William James (Holowenko 1999) είχε κάνει ήδη 100 χρόνια πριν εκτενή αναφορά στα συμπτώματα του ADHD. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Βρετανός George Still έκανε νύξη για "παθιασμένα παιδιά με πιθανό εγκεφαλικό τραυματισμό" (παρατίθεται στο Holowenko, 1999: 13). Λίγο αργότερα (1917-1918) μια φοβερή επιδημία μολυσματικής εγκεφαλίτιδας, είχε σαν αποτέλεσμα την διάσπαση προσοχής, προβλήματα που αφορούσαν την μνήμη και τον έλεγχο απέναντι σε ενστικτώδεις κινήσεις.
Το 1937 ο Bradley (Holowenko, 1999) ανέφερε ότι εάν κανείς παρέχει προβλήματα σε παιδιά με ADHD μπορεί να τα ηρεμήσει. Πριν και μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο (περίοδος 1940-1950) στρατιώτες παρουσίασαν ένα συνδυασμό συμπτωμάτων που ονομάστηκαν "Ελάχιστη Εγκεφαλική Βλάβη" (Minimal Brain Damage). Αργότερα, η ονομασία αυτή αντικαταστάθηκε από τον όρο "Ελάχιστη Εγκεφαλική Δυσλειτουργία" (Later Minimal Brain Dysfunction). Τέλος, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, παγιώθηκε η ονομασία ADD (Attention Deficit Disorder). Η τελική της μορφή η οποία ισχύει έως και σήμερα είναι ADHD (Attention Deficit Hyperactivity Disorder) δηλαδή Σύνδρομο Διάσπασης Προσοχής και Υπερκίνησης.
Σε αυτό το σύνδρομο η παροχή του ηρεμιστικού Ritalin με κύριο συστατικό την Μεθυλφενιδάτη (Methylphenidate) αποτελεί βασικό μέσο για την θεραπευτική αγωγή ενός ατόμου με ADHD (Barkley, 1996). Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Ritalin δεν θεραπεύει μαθησιακές δυσκολίες, όπως επίσης και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ελέγχου της συμπεριφοράς και των κινήσεων ενός παιδιού μέσα στην τάξη.
ADD ή ADHD;
Το σύνδρομο της διάσπασης προσοχής (ADD), όσο και το υπερκινητικό σύνδρομο με διάσπαση προσοχής (ADHD) είναι στενά συνδεμένα μεταξύ τους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, το ADD προϋπήρχε ως ονομασία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, το ADHD δημιουργήθηκε ως όρος, επειδή ήταν πιο πλήρης, καθώς περιλαμβάνει και την υπερκινητικότητα.
Σύμφωνα με τους Pollock και Waller (1994: 29), για να μιλήσουμε για ADD θα πρέπει να υπάρχει ένα ιστορικό διάσπασης προσοχής, όπως επίσης και υπερκινητικότητας τουλάχιστον για 6 μήνες. Βασική προϋπόθεση, επίσης, για να μιλήσουμε για ADD είναι η έλλειψη παρουσίας κάποιας άλλης διαταραχής. Δεν αποκλείεται ακόμη ένα παιδί με έντονη διάσπαση προσοχής να εμφανίζει και άλλου είδους δυσκολίες, όπως: απογοήτευση αναφορικά με διαδικασίες γραφής και ανάγνωσης, γραμματικές δυσκολίες, χαμηλή αυτοπεποίθηση, ανησυχία, ανωριμότητα, δυσκολίες στο να λάβει μέρος σε μια συζήτηση ή κοινωνική εκδήλωση κτλ (Pollock και Waller 1994, Holowenko, 1999).
Το ADHD είναι μια κλινική διάγνωση που έχει να κάνει με τις αποδιοργανωτικές συμπεριφορές ενός παιδιού. Αυτού του είδους οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με την γενικότερη εξέλιξή του και όχι μόνο την σχολική ή την ακαδημαϊκή, αλλά και τις οικογενειακές καταστάσεις που βιώνει ένα παιδί, καθώς και την κοινωνική αλληλεπίδραση (Taylor και Dowdney, 1998).
Συμπτωματολογία ADHD
Η συμπτωματολογία του ADHD χωρίζεται καταρχάς σε δύο μέρη, α) σε πρωτογενή και β) σε δευτερογενή συμπτώματα.
Α) Πρωτογενή συμπτώματα: διάσπαση προσοχής, αυθόρμητες κινήσεις και υπερκινητικότητα.
Β) Δευτερογενή συμπτώματα: δυσκολίες στην συμπεριφορά, σχολική αποτυχία που πιθανόν να έχουν να κάνουν και με άλλες μαθησιακές δυσκολίες, επίσης έλλειψη φίλων ή έλλειψη κοινωνικών σχέσεων και χαμηλή αυτοπεποίθηση (Holowenko, 1999).
Πότε ένα παιδί έχει ADHD;
Για να τεθεί διάγνωση ADHD, θα πρέπει:
- Να υπάρχει εκδήλωση του συνδρόμου πριν από τα 7 χρόνια του παιδιού
- Να έχει το σύνδρομο διάρκεια τουλάχιστον 6 μήνες
- Να είναι εμφανές ως ένα σημείο ως "εξελικτική απόκλιση".
Το ADHD δε μπορεί να είναι το αποκλειστικό αποτέλεσμα καταστάσεων, όπως: η σχιζοφρένεια, ο αυτισμός ή η ψύχωση και δεν θα πρέπει επίσης να συνοδεύεται από διαγνώσεις που έχουν να κάνουν με στρες, μεταβολές στην ψυχική διάθεση ή σύνδρομα όπως αυτό του διχασμού προσωπικότητας.
Τύποι ADHD
Σύμφωνα με τους Van de Oord και Rowe (παρατίθεται στο Holowenko, 1999), οι τύποι του ADHD διακρίνονται σε:
- ADHD υπερισχύων τύπος διάσπασης προσοχής (όταν υφίσταται διάσπαση προσοχής αλλά όχι και υπερκινητικότητα)
- ADHD υπερισχύων τύπος υπερικινητικότητας (όταν υφίσταται υπερκινητικότητα αλλά όχι και διάσπαση προσοχής)
- ADHD συνδυασμός και των δύο παραπάνω (όταν υφίσταται υπερκινητικότητα και διάσπαση προσοχής).
Διαγνωστικές μέθοδοι για ένα παιδί με ADHD
Η διάγνωση ενός παιδιού με ADHD είναι απαραίτητο να γίνεται με βάση δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας είναι η οικογένεια και ο δεύτερος είναι το σχολείο. Οι συγκρίσεις που γίνονται ανάμεσα στους δύο αυτούς άξονες έχουν ως βάση ορισμένες κλίμακες. Αυτές είναι:
1. η κλίμακα Achenbach: η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη ως μια από τις πιο έγκυρες μετρήσεις, καθώς λαμβάνεται υπόψη η ηλικία, το φύλο και αποτελείται από (3) διαφορετικά μέρη: 1) για το παιδί, 2) για το γονιό και 3) για το δάσκαλο (Achenbach 1991)
2. η κλίμακα του Conners (Conners, 1997)
3. η κλίμακα του ACTeRS (Uuman, Sleator και Sprague, 1991)
4. το ερωτηματολόγιο του Barkley για το σπίτι και το σχολείο (Barkley, 1991)
5. η κλίμακα του Brown ADD (Brown, 1997).
Δυσκολίες στη διάγνωση ενός παιδιού με ADHD
Η διάγνωση του ADHD είναι κλινική. Αυτό σημαίνει ότι για να κάνει κανείς μια διάγνωση θα πρέπει να υποπτευθεί μια κλινική κατάσταση ορμώμενος από προβλήματα συμπεριφοράς. Θα πρέπει να υπάρξει σαφής διαχωρισμός μεταξύ περιβαλλοντικών, γνωστικών και βιολογικών πεδίων.
Σημαντικό είναι, επίσης, και το γεγονός ότι για να διαγνωσθεί ένα παιδί με ADHD θα πρέπει να παρουσιάσει μια σειρά από συμπτώματα. Ένα και μοναδικό σύμπτωμα αποτελεί ένδειξη και όχι απόδειξη ότι ένα παιδί εμφανίζει ADHD.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αρκετά θολό το κατά πόσο το ADHD είναι αναπηρία ή όχι. Αυτό θα πρέπει να το δει κανείς σε συνάρτηση όχι μόνο με τον αριθμό και την σοβαρότητα των συμπτωμάτων, αλλά και με το περιβάλλον του παιδιού. Γιατί μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να θεωρηθεί αν ένα παιδί με ADHD το εμφανίζει ως αδυναμία και όχι αναπηρία.
Αιτίες του ADHD
Οι θεωρίες πάνω στις οποίες στηρίζονται κάποια πιθανά αίτια για την εμφάνιση ADHD, είναι:
Α) Βιολογικές: Σε αυτήν την περίπτωση το ADHD μπορεί να έχει προκληθεί από: έλλειψη οξυγόνου, από κάποιο εγκεφαλικό τραυματισμό, από μόλυνση του κεντρικού νευρικού συστήματος, από ασθένεια των ημισφαιρίων-αγγείων και τέλος, εξαιτίας επιληψίας.
Β) Βιοπεριβαλλοντικές: Σε αυτή την περίπτωση είναι πιθανόν να υπάρξει μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε τυχόν βιολογικές επιδράσεις και σε επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Γ) Περιβαλλοντικές: Αναφερόμαστε σε δυσλειτουργικά περιβάλλοντα τόσο σε ό,τι αφορά την οικογένεια, όσο και σε ό,τι αφορά το σχολείο. Αυτά είναι πιθανόν να ευθύνονται για την διάσπαση προσοχής και την υπερκινητικότητα του παιδιού (Holowenko, 1999: 22).
Πώς λειτουργεί ένα παιδί με ADHD;
Τα κύρια χαρακτηριστικά του ADHD στο σχολείο μπορούν να επικεντρωθούν στα εξής σημεία:
1. Διάσπαση προσοχής.
2. Τα παιδιά σηκώνονται από την θέση τους και τριγυρίζουν στο χώρο.
3. Ενοχλούν τους συμμαθητές τους.
4. Οι εργασίες που παρουσιάζουν είναι απρόσεκτες και ημιτελείς.
5. Είναι ανοργάνωτοι.
6. Διακινδυνεύουν δίχως να υπολογίζουν τις συνέπειες.
7. Φλυαρούν ακατάπαυστα.
8. Δεν ακούνε τον άλλο, όταν μιλάει, και διακόπτουν διαρκώς μια συζήτηση.
9. Εισχωρούν σε καταστάσεις απρόσκλητοι και δεν περιμένουν την σειρά τους σε ομαδικές εργασίες και παιχνίδια.
Για αυτό το λόγο ένα παιδί με ADHD λέγεται ότι είναι "TOAD". Δηλαδή:
(T) Talking - Φλύαρος
(O) Out of his seat - Περιφέρεται εκτός της θέσης του
(A) Attention-seeking - Έντονη διάσπαση προσοχής
(D) Disruptive - Αποδιοργανωτικός.
Πώς μπορεί να βοηθηθεί ένα παιδί με ADHD από τους γονείς του;
Όταν έχει κανείς να αντιμετωπίσει ένα παιδί με ADHD είναι πιθανό να αισθάνεται αδυναμία, ανασφάλεια, απογοήτευση ή θυμό. Σ'αυτή την περίπτωση οι γονείς θα πρέπει να είναι γεμάτοι με κατανόηση, υποστήριξη, αυτοπεποίθηση και θετική στάση απέναντι στο παιδί τους.
Το πρώτο βήμα για την υποστήριξη ενός παιδιού με ADHD είναι η αποδοχή του προβλήματός του. Καμία μορφή πίεσης ή τιμωρίας απέναντι στο παιδί δεν θα φέρει θετικά αποτελέσματα. Οι γονείς θα πρέπει να διαμορφώσουν κατανοητική στάση ως προς το, "τι δεν μπορεί να κάνει το παιδί τους" και "τι δεν θέλει να κάνει" (Holowenko, 1999).
Σε περίπτωση που το παιδί καταβάλλει προσπάθεια, οι γονείς θα πρέπει να το στηρίζουν και να ανταμείβουν την προσπάθειά του. Οι τρόποι ανταμοιβής είναι πολλοί.
Να χρησιμοποιούν λεκτικούς και μη λεκτικούς τρόπους επικοινωνίας. Για παράδειγμα: να επικροτούν την προσπάθειά του, μιλώντας του θετικά, να το φιλούν, να του ρίχνουν βλέμματα επιδοκιμασίας, να το αγκαλιάζουν
Να μην αντιμετωπίζουν θετικά μόνο την πολύ μεγάλη προσπάθεια του παιδιού
Να είναι θετικοί απέναντί του ανεξάρτητα από το βαθμό προσπάθειας του παιδιού. Οι γονείς θα πρέπει να χτίσουν την αυτo-εκτίμηση του παιδιού τους. Ο γονιός είναι ο φύλακας-άγγελος των παιδιών του
Mια άλλη τακτική που μπορεί να βοηθήσει είναι, ορισμένες δραστηριότητες να γίνονται επαναλαμβανόμενες. Για παράδειγμα: το πρωί που σηκωνόμαστε πάμε στην τουαλέτα, πλένουμε τα δόντια μας, μετά πάμε στην κουζίνα πίνουμε το γάλα μας, στην συνέχεια πάμε στο δωμάτιο μας και ντυνόμαστε. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε να προωθήσουμε ένα πρόγραμμα στο παιδί εφαρμόζοντάς το κάθε μέρα
Επίσης οι γονείς θα πρέπει να δίνουν ξεκάθαρες εντολές στο παιδί. Για παράδειγμα: "Βάλε τα πόδια σου στο πάτωμα", ή "Μην ακουμπάς τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι". Αυτά είναι παροτρύνσεις που το παιδί δεν θα τις αγνοήσει, αρκεί βέβαια αυτές να μην συνοδεύονται από σαρκασμό, ώστε το παιδί να τις εκλαμβάνει ως ένα είδος τιμωρίας.
Οι γονείς θα πρέπει επίσης να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες και να περιμένουν πράγματα από τα παιδιά τους στα οποία, αυτά θα μπορούν να αντεπεξέλθουν. Οι γονείς είναι εκείνοι που θα πρέπει να βάζουν τα πράγματα σε μια σωστή σειρά. Ας μην προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα πολλές και διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς του παιδιού.
Τέλος, διάφοροι θεραπευτές ανά τον κόσμο προτείνουν ως βοήθεια των γονιών προς το παιδί με ADHD, την μέθοδο "time out", δηλαδή "δώστε χρόνο στο παιδί σας". Αυτή η μέθοδος έχει πολύ θετικές επιπτώσεις σε μικρά παιδιά (Ηolowenko, 1999).
Σε περίπτωση μιας επιθετικής συμπεριφοράς αφήστε το παιδί στο δωμάτιο του για 1-10 λεπτά. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην υπάρχουν γύρω του παιχνίδια στα οποία θα μπορεί να εκτονώσει την επιθετικότητα του. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα επιβραβεύστε την προσπάθεια του.
Όλοι οι γονείς παιδιών με ADHD θα πρέπει να είναι ήρεμοι και χωρίς στρες. Η βοήθεια από ειδικούς είναι απαραίτητη. Μόνο έτσι, οι γονείς θα μπορούν να ξεπεράσουν τις ενοχές και τον φόβο τους και παράλληλα θα βοηθήσουν τα παιδιά τους.
Πώς μπορεί να βοηθηθεί ένα παιδί με ADHD στο σχολείο;
- Να γνωρίζουν και να κατανοούν την κατάσταση οι εκπαιδευτικοί
- Να υπάρχει οικογενειακή υποστήριξη και παρέμβαση
- Να υπάρχει σχολική παρέμβαση μέσω ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων
- Να υπάρχει εκπαιδευτικός προγραμματισμός για την συμπεριφορά των παιδιών μέσα στην τάξη
- Να δημιουργηθούν εξατομικευμένα προγράμματα για κάθε παιδί
- Να υπάρχει παράλληλη φαρμακευτική αγωγή" (Holowenko, 1999: 33).
Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι για να βοηθηθεί ένα παιδί με ADHD θα πρέπει δύο παράγοντες να λειτουργήσουν θετικά: α) η οργάνωση της τάξης και β) η συμπεριφορά του δασκάλου.
Α) Οργάνωση της τάξης: Το περιβάλλον της τάξης θα πρέπει να είναι ενισχυτικό. Δηλαδή άνετο, ευρύχωρο με καλή οπτική θέση για το παιδί, καθώς και ασφαλές. Το παιδί με ADHD θα πρέπει να βρίσκεται σε κοντινή από τον δάσκαλο θέση, μακριά από παράθυρα, πρίζες κτλ. Ας μην ξεχνάμε ότι το παιδί με ADHD συχνά θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του και τους άλλους, εξαιτίας των αυθόρμητων κινήσεών του.
Β) Η συμπεριφορά του δασκάλου: Καταρχάς, ο δάσκαλος δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί οποιασδήποτε μορφής κοροϊδία, κριτική και αρνητική συμπεριφορά απέναντι στο παιδί. Μπορεί να θέσει μια σειρά από προτεραιότητες π.χ. Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει το παιδί. Να του αναθέτει διάφορες αρμοδιότητες ενεργοποιώντας τα κίνητρα του, π.χ. "Μοίρασε αυτά τα φυλλάδια". Κατόπιν να επιβραβεύει την προσπάθεια του παιδιού, προκειμένου να αναπτερωθεί το ηθικό του, να έχει μεγαλύτερη αυτο-εκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πάντα να δίνονται στο παιδί σαφείς και σύντομες οδηγίες, οι οποίες θα είναι κατανοητές. Να υπάρχει οπωσδήποτε συνεργασία και τακτικές συναντήσεις ανάμεσα στους δασκάλους και στους γονείς του παιδιού.
Επίσης χρησιμοποιούνται άλλες δύο προσεγγίσεις για καλύτερα αποτελέσματα απέναντι στο παιδί με ADHD.
Η μια είναι η χρησιμοποίηση ακουστικών, προκειμένου να μην αποσπάται η προσοχή του παιδιού από εξωγενείς θορύβους.
Η δεύτερη προσέγγιση είναι το "Circle Time". Με αυτή την μέθοδο καλυτερεύουν οι κοινωνικές δεξιότητες και η συμπεριφορά του παιδιού. Με αυτό τον τρόπο βγαίνει από την φάση του προϊστορικού κυνηγού (που λειτουργεί ατομικά) και αισθάνεται μέρος του όλου λειτουργώντας πια ομαδικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά παραδείγματα για αυτή την μέθοδο, όπως, ότι, εάν δεν θέλει το παιδί να απαντήσει, λέει "πέρνα", τα παιδιά θα πρέπει να ακούνε όταν κάποιος μιλάει, χωρίς να τον διακόπτουν ή να τον κοροϊδεύουν. Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα είδος συμβολαίου μεταξύ των παιδιών με ADHD και των δασκάλων τους. Φυσικά αυτή η μέθοδος δεν χρησιμοποιείται μόνο στην περίπτωση παιδιών με ADHD αλλά και με όλα τα παιδιά ενός κανονικού σχολείου.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011


Μυθοι και αληθειες για το συνδρομο Down

Το σύνδρομο Down είναι η πιο συνηθισμένη χρωμοσωμική διαταραχή στους ανθρώπους. Πήρε το όνομά του από τον Αγγλο John Langdon Down, που πρώτος το περιέγραψε το 1866. Αφορά μια γενετική κατάσταση, που προκύπτει από την εμφάνιση ενός επιπλέον χρωμοσώματος στο 21ο ζευγάρι, για τον λόγο αυτό ονομάζεται Τρισωμία 21. Προέρχεται σε ποσοστό 90-95% από το ωάριο και 5-10% από το σπερματοζωάριο και συμβαίνει σε μία περίπου από τις 700-800 γεννήσεις παιδιών.
Τα ακριβή αίτια του συνδρόμου Down δεν είναι προς το παρόν γνωστά, παρ' ότι συσχετίζεται με μητέρες μεγαλύτερης ηλικίας. (Ωστόσο, παιδιά με το σύνδρομο, γεννιούνται, σε ποσοστό 80%, από νεότερες μητέρες, κάτι λογικό, αφού είναι πολύ μικρότερος ο αριθμός των γεννήσεων από γυναίκες άνω των 35 ετών.) Τα άτομα με σύνδρομο Down και οι οικογένειές τους υπολογίζονται περίπου σε 25.000.000 σε όλο τον κόσμο.
Για την πλειονότητα των παιδιών με σύνδρομο Down, η διάγνωση γίνεται κατά τη γέννηση ή λίγο αργότερα. Ωστόσο, το σύνδρομο μπορεί να ανιχνευτεί με προγεννητικό έλεγχο που περιλαμβάνει: αμνιοπαρακέντηση, ομφαλοκέντηση (και οι δύο αυτές επεμβατικές μέθοδοι ενέχουν πολύ μικρό κίνδυνο αποβολής), αυχενική διαφάνεια και βιοχημικό έλεγχο στον ορό της εγκύου.
Το σύνδρομο Down μπορεί να επηρεάσει πολλαπλά συστήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλοι όσοι το έχουν θα παρουσιάσουν όλες τις εκδηλώσεις. Τα παιδιά που γεννιούνται με σύνδρομο Down δεν «πάσχουν» από το σύνδρομο, αφού δεν είναι πάθηση ούτε ασθένεια, αλλά μια γενετική κατάσταση που εμφανίζεται ανεξαρτήτως φυλής, καταγωγής ή εθνότητας.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά που μπορεί να παρουσιάσει ένα παιδί με σύνδρομο Down είναι: υποτονία, μικροκεφαλία, μικρά αυτιά και μύτη, αδυναμία στον έλεγχο της γλώσσας, χαρακτηριστική εικόνα ματιών, μια επιπλέον δερματική πτυχή στον αυχένα, κοντά και πλατιά χέρια, κοντά δάκτυλα και μία εγκάρσια παλαμιαία πτυχή, αντί των φυσιολογικών δύο.
Μεγάλο ποσοστό των παιδιών που γεννιούνται με σύνδρομο Down ενδέχεται να έχουν συγγενείς καρδιοπάθειες. Επίσης, οι πνεύμονες των ατόμων με σύνδρομο Down είναι πιο ευάλωτοι σε λοιμώξεις, ενώ είναι συχνά και τα προβλήματα στ' αυτιά ή τα οφθαλμικά προβλήματα.
Το παιδί με σύνδρομο Down έχει βραδύτερη ανάπτυξη από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, συνήθως χαμηλό ανάστημα και αυξημένη τάση για παχυσαρκία. Ωστόσο, με πρώιμη παρέμβαση, παρακολούθηση από ενδοκρινολόγο, σωστή διατροφή και άσκηση οι καταστάσεις αυτές βελτιώνονται σημαντικά.
Οι άνδρες με σύνδρομο Down είναι στείροι (πλην του μωσαϊσμού). Οι γυναίκες έχουν 50% πιθανότητα να γεννήσουν παιδί με το ίδιο σύνδρομο.
Τα παιδιά με σύνδρομο Down έχουν χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης από τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης, αλλά η διακύμανση μπορεί να είναι μεγάλη. Οι διαταραχές στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη περιλαμβάνουν επηρεασμό της βραχυχρόνιας μνήμης, της ικανότητας σκέψης, της ομιλίας και της κινητικότητας. Η κινητική και η λεκτική υστέρηση γίνονται εμφανείς σε πρώιμη ηλικία και συνήθως τα άτομα με σύνδρομο Down χρειάζονται λογοθεραπεία για να βελτιωθεί η εκφραστική τους δυνατότητα.
Η νοητική ανάπτυξη στα παιδιά με σύνδρομο Down είναι απρόβλεπτη και δεν είναι δυνατό από τη γέννηση να προβλεφθούν οι διανοητικές ικανότητες. Γι' αυτό, ο προσδιορισμός των καλύτερων μεθόδων εκπαίδευσης για κάθε παιδί ιδανικά αρχίζει σύντομα μετά τη γέννηση. Δεδομένου ότι τα άτομα με σύνδρομο Down έχουν ευρύ φάσμα δυνατοτήτων και η ικανότητα μάθησης σ' αυτά δεν σταματά ποτέ, η επιτυχία στο σχολείο και μετέπειτα στην εργασία δεν είναι σε καμία περίπτωση μάταιος αγώνας. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν άτομα με σύνδρομο Down που είναι σε θέση να εργάζονται, να συμμετέχουν στην κοινωνική ομάδα και να πετυχαίνουν σε τομείς όπως ο αθλητισμός, η τέχνη κ.ά.
Να αρθεί η προκατάληψη
Δεν υπάρχει ριζική θεραπεία για το σύνδρομο Down. Παρεμβάσεις γίνονται σε όποιες από τις εκδηλώσεις του συνδρόμου αυτό είναι εφικτό. Η ενημέρωση, καθοδήγηση και στήριξη των γονέων που αποκτούν παιδί με σύνδρομο Down και η κοινωνική μέριμνα για να δοθούν ευκαιρίες προσαρμοσμένες στις αναπτυξιακές και μαθησιακές ιδιαιτερότητες των ατόμων με σύνδρομο Down είναι τα δύο σημεία-κλειδιά για την ουσιαστική και αποτελεσματική ένταξή τους στην κοινωνία. Αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι παλιότερα, τα άτομα με σύνδρομο Down εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται σήμερα με κοινωνική προκατάληψη, λόγω της άγνοιας και της λανθασμένης εντύπωσης ότι πρόκειται για άτομα με βαριά καθυστέρηση, φορτίο για την κοινότητα και την οικογένειά τους. Η προκατάληψη αυτή θα πρέπει να αρθεί για να μπορέσουν και τα άτομα με σύνδρομο Down, ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας, να ενταχθούν, να προσφέρουν και να λάβουν αυτό που μπορούν και τους αξίζει. Στο σημερινό κόσμο που διακηρύσσει παντοιοτρόπως το ενδιαφέρον του για την ένταξη και προστασία όλων των κοινωνικών ομάδων, θα πρέπει και τα άτομα με σύνδρομο Down να βρουν τη θέση τους και να έχουν τις ευκαιρίες να δημιουργήσουν σε ένα περιβάλλον αποδοχής, ασφάλειας και αγάπης.
Η Παγκόσμια Ημέρα για το Σύνδρομο Down είναι η 21η Μαρτίου. Καθιερώθηκε το 2006 με πρωτοβουλία του Ελληνα γιατρού Στυλιανού Αντωναράκη, καθηγητή Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, με στόχο την ευαισθητοποίηση και ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας για το σύνδρομο Down. Η συγκεκριμένη ημερομηνία επιλέχθηκε από τα αριθμητικά δεδομένα του συνδρόμου (3ο χρωμόσωμα στο 21ο ζεύγος = 3.21).
Οι τρεις μορφές του συνδρόμου
Καθαρή ελεύθερη τρισωμία 21: Κάθε κύτταρο στο σώμα περιέχει ένα επιπλέον χρωμόσωμα 21 (ισχύει για το 95% των ατόμων με σύνδρομο Down).
Μετάθεση: Ενα επιπλέον κομμάτι του 21ου χρωμοσώματος συνδέεται ή «μετατοπίζεται» σε ένα άλλο χρωμόσωμα (3-4% των ατόμων με σύνδρομο).
Μωσαϊσμός: Το αποτέλεσμα ενός σφάλματος στην κυτταρική διαίρεση αμέσως μετά τη γονιμοποίηση (στους άλλους τύπους του συνδρόμου Down η χρωμοσωμική ανωμαλία συμβαίνει κατά τη διάρκεια της γονιμοποίησης ή πριν από αυτήν). Αντί για ένα επιπλέον 21ο χρωμόσωμα σε κάθε κύτταρο, τα άτομα αυτά έχουν 46 χρωμοσώματα σε μερικά κύτταρα και 47 χρωμοσώματα σε άλλα.

Special Olympics 2011,be there;)http://www.youtube.com/watch?v=5Y9k-U67FNg


Μια συγκλονιστική ιστορία ενός πατέρα-ήρωα. Πώς ένας άνθρωπος που δεν είχε καμία σχέση με την άθληση πήρε μέρος σε δεκάδες αγώνες έχοντας στο πλευρό του τον γιό του ,ο οποίος έχει εγκεφαλική παράλυση. Μαθήματα ζωής από τον Dick Hoythttp://www.youtube.com/watch?v=xUQeUsqQuVc


Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Το σύστημα PECS(αυτισμός)

PECS

Το PECS είναι μία προσαυξητική και εναλλακτική τεχνική όπου τα άτομα με λίγη ή καθόλου λεκτική ικανότητα μαθαίνουν να επικοινωνούν χρησιμοποιώντας κάρτες με εικόνες. Τα παιδιά χρησιμοποιούν εικόνες για να «φωνοποιήσουν» μία επιθυμία, παρατήρηση ή συναίσθημα. Αυτές οι εικόνες μπορούν να αγοραστούν με ένα βιβλίο- εγχειρίδιο, ή μπορούν να φτιαχτούν στο σπίτι χρησιμοποιώντας εικόνες από εφημερίδες, περιοδικά ή άλλα βιβλία. Από τη στιγμή που ορισμένα άτομα με αυτισμό τείνουν να μαθαίνουν οπτικά, αυτός ο τύπος τεχνικής επικοινωνίας έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός στην βελτίωση των ανεξάρτητων δεξιοτήτων επικοινωνίας, οδηγώντας ορισμένες φορές σε οφέλη στην ομιλούμενη γλώσσα.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011


Καλώς ήρθατε στο ιστολόγιο μας, ελπίζουμε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις σας και να σας βοηθήσει σχετικά με θέματα ειδικής αγωγής που μπορεί να σας απασχολούν.